- πυρομετρία
- ημέτρηση πολύ υψηλών θερμοκρασιών: Οπτική πυρομετρία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πυρομετρία — η, Ν τεχνολ. η επιστήμη τής μέτρησης υψηλών θερμοκρασιών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pyrometry < πυρ + μετρία*] … Dictionary of Greek
πυρομετρικός — ή, ό, Ν [πυρομετρία ή πυρόμετρο] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πυρομετρία ή στο πυρόμετρο … Dictionary of Greek
-μετρία — (Α μετρία) β συνθετικό πλήθους επιστημονικών ιδίως όρων που προήλθαν στην Αρχαία από ουσιαστικά σε μέτρης ή μετρος (βλ. λ. μέτρο). Οι νεώτεροι όροι είναι συνήθως αντιδάνειοι και στα δύο συνθετικά (ακτινο μετρία, πρβλ. γαλλ. actino metrie γωνιο… … Dictionary of Greek
πυρ — Bλ. λ. φωτιά. * * * το / πῡρ, πληθ. πυρά, ΝΜΑ, και πύυρ και ποιητ. τ. πύϊρ Α 1. ταυτόχρονη παραγωγή θερμότητας και φλόγας, η οποία προέρχεται από την καύση ορισμένων σωμάτων, φωτιά 2. φρ. «Πυρ άγιον» το άσβεστο πυρ στο θυσιαστήριο τών… … Dictionary of Greek